ορσολοπος

ορσολοπος
    ὀρσόλοπος
    2
    беспокойный или драчливый, буйный (эпитет Арея) Anacr.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "ορσολοπος" в других словарях:

  • ορσόλοπος — ὀρσόλοπος, ον (Α) (ως προσωνυμία τού Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος* ( ρσ ) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον τού πολεμίου»] …   Dictionary of Greek

  • ὀρσόλοπος — eager for the fray masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ορσολοπεύω — ὀρσολοπεύω ή ὀρσολοπῶ, έω (Α) [ορσόλοπος] προκαλώ την οργή κάποιου, ταράζω, διεγείρω ερεθίζω κάποιον …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»